Στις αρχές του 20ου αιώνα οι γυρολόγοι μάζευαν ήδη συστηματικά τα χρησιμοποιημένα χαρτιά για ανακύκλωση στην τότε χαρτοβιομηχανία. Η κατανάλωση χαρτιού ήταν όμως πολύ μικρή, μερικές χιλιάδες τόνοι το χρόνο. Την εποχή εκείνη, οι εφημερίδες αφού διαβάζονταν δεν κατέληγαν αμέσως για ανακύκλωση, αλλά μετατρέπονταν σε υλικά συσκευασίας για το περιτύλιγμα των προϊόντων στο μπακάλικο, των ψαριών στο ιχθυοπωλείο.

Τα χασαπόχαρτα, τα στρατσόχαρτα ήταν τα κύρια προϊόντα ανακύκλωσης χαρτιού.

Οι χρησιμοποιημένες εφημερίδες έτσι κι αλλιώς ελάχιστες σε αριθμό και σε ελάχιστα αντίτυπα, ήταν το κύριο υλικό συσκευασίας στις αρχές του αιώνα. Οι ψαράδες, αν δεν χρησιμοποιούσαν βούρλα για να «κρεμάσουν» τα ψάρια, έφτιαχναν με μια παλιά εφημερίδα χωνιά για να βάλουν εκεί μέσα τα ψάρια που αγόραζε ο πελάτης. Οι μπακάληδες τύλιγαν τα αυγά με τις παλιές εφημερίδες. Το ίδιο έκαναν και οι μανάβηδες για τα περιορισμένα φρούτα και μαρούλια που πουλούσαν.

Οι ανακυκλωτές της εποχής φόρτωναν στην πλάτη τους ή το πολύ πολύ σε ένα κάρο τις παλιές εφημερίδες και τις πουλούσαν ως υλικό συσκευασίας σε μπακάλικα, μανάβικα κι άλλα μαγαζιά. Τα χαρτιά περιτυλίγματος και τα χαρτιά πολυτελείας ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα την περίοδο αυτή.

Τα περισσότερα χαρτιά εισάγοταν στην Ελλάδα. Από τα χαρτιά που παράγονταν στη χώρα (κυρίως κουτιά τσιγάρων, χοντρά χαρτόνια για πρόκες, στρατσόχαρτα για κρεοπωλεία και ιχθυοπωλεία αργότερα) τα περισσότερα -ποσοστό 60%- προέρχοταν από παλιά, χρησιμοποιημένα χαρτιά που οι διάφοροι «παλιοχαρτάδες» όπως τους έλεγαν μάζευαν από το δρόμο, από τα τυπογραφεία κι από διάφορα εργοστάσια και εργαστήρια.

Οι γυρολόγοι, οι παλιοχαρτάδες, φορτωμένοι τους σάκους στην πλάτη μαζεύαν στην καλύτερη περίπτωση 50-100 κιλά χαρτί. Τα καροτσάκια και τα κάρα ήταν σημαντική πολυτέλεια για τους ανακυκλωτές του χαρτιού την εποχή εκείνη.

Μηχανήματα ή πρέσες δεν υπήρχαν. Στην καλύτερη περίπτωση μία κάσα μεταφερόταν επιτόπου και χρησιμοποιείτο για τη συσκευασία και το δέσιμο των χαρτιών με τσέρκια, όταν η ποσότητά του ήταν μεγάλη. Το χαρτί εμπαίνε στην κάσα, πατιόταν για να συμπιεστεί και στο τέλος τοποθετείτο μια πόρτα για να πατηθεί και να συμπιεστεί περισσότερο. Οι μηχανικές πατέντες, οι πρώτες πρέσες, εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, μετά τον πόλεμο. Οι περισσότεροι γυρολόγοι όμως, κουβαλάνε μέχρι πρόσφατα το χαρτί σε μεγάλα σακιά, τις μπούρδες από δρόμο σε δρόμο μέχρι να το παραδώσουν για ανακύκλωση.

Σήμερα οι πιο οργανωμένοι από τους γυρολόγους, διαθέτουν κάποιο τρίκυκλο, ή ένα μικρό φορτηγάκι. Νωρίς τα ξημερώματα θα συναντήσει ο αγουροξυπνημένος οδηγός στο Ρέντη και σε άλλες περιοχές, ανθρώπους Έλληνες και ξένους να τσουλάνε ή να σέρνουν ένα ξύλινο καρότσι φορτωμένο με χαρτοκιβώτια.

Οι πιο οργανωμένες χαρτοβιομηχανίες και οι βιομηχανίες γραφικών τεχνών έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στη χώρα μας τις αρχές του αιώνα που διανύουμε: το φακελάδικο, το 1918, ο Λαδόπουλος στην Πάτρα, η μεγαλύτερη την εποχή εκείνη χαρτοποιία των Βαλκανίων, η Αίγλη, η Χαρτοποιία Αιγίου, το 1932, ο Σαραντόπουλος στην Αθήνα, η χαρτοποιία του Κεφάλα, η Αθηναϊκή, το 1938.

Η βιομηχανία γραφικών τεχνών ΕΛ.ΚΑ. θα μεταφερθεί στην Αθήνα. Η δεκαετία πριν τον πόλεμο είναι σημαντική για την άνθηση της χαρτοβιομηχανίας και των γραφικών τεχνών στην Ελλάδα, όπως και η δεκαετία του 60.

Μετά τον πόλεμο νέοι επιχειρηματίες μπαίνουν στο χώρο του χαρτιού και της ανακύκλωσης. Ο Κολιόπουλος, μετέπειτα χαρτοποιία ΠΑΚΟ, θα ανοίξει τη δική του αποθήκη,συγκεντρώνοντας 8-10 τόνους χαρτί τη μέρα, όταν οι χαρτοβιομηχανίες σήμερα συγκεντρώνουν πάνω από 200 τόνους χρησιμοποιημένου χαρτιού τη μέρα.

Όμως οργανωμένα η ανακύκλωση του χαρτιού στην Ελλάδα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960. Η κατανάλωση του χαρτιού είχε ήδη αυξηθεί κατακόρυφα, το ίδιο και η παραγωγή και οι ανάγκες της βιομηχανίας σε χρησιμοποιημένο χαρτί, σε πρώτες ύλες δηλαδή για ανακυκλωμένα χαρτικά. Εκείνη την εποχή ο Ηλίας Κυριακόπουλος οργανώνεται στην εμπορία παλαιού χάρτου με την ατομική του επιχείρηση, μητέρα του σημερινού ΔΟΑΝΥΣ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 60 κατασκευάζεται το εργοστάσιο της Βιοχαρτικής στον Ασπρόπυργο και η ΠΑΚΟ στην Πελασγία που αξιοποιούν τα παλιά χαρτιά.

Λίγα χρόνια αργότερα η Θεσσαλική και η ΜΕΛ Θεσσαλονίκης θα ξεκινήσουν παραγωγή χαρτιού χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τα άχυρα από τις καλλιέργειες δημητριακών, κυρίως στο Θεσσαλικό κάμπο.

Σήμερα εκατοντάδες φορτηγά διασχίζουν την Αττική, τη Θεσσαλονίκη κι άλλες πόλεις, αλλά και τους εθνικούς αυτοκινητόδρομους και συγκεντρώνουν ή μεταφέρουν στις βιομηχανίες καθημερινά χρησιμοποιημένο χαρτί για ανακύκλωση.

Η κατανάλωση χαρτιού στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει τους 1.200.000 τόνους το χρόνο, όταν το 1976 δεν ξεπερνούσε τους 400.000 τόνους. Κάθε χρόνο συγκεντρώνονται προς ανακύκλωση 350.000 τόνοι χρησιμοποιημένου χαρτιού (250.000 τόνοι από μεγάλους παραγωγούς, όπως σούπερ μάρκετ, βιομηχανίες, τυπογραφεία, βιβλιοδετεία, επιστροφές εφημερίδων και περιοδικών και άλλοι 100.000 τόνοι από σπίτια, γραφεία, κλπ).

Χιλιάδες άνθρωποι εξασφαλίζουν τα οικονομικά μέσα για την επιβίωσή τους συγκεντρώνοντας το χαρτί από τα τυπογραφεία ή από γραφεία, από χώρους σκουπιδιών στο δρόμο ή τις εμπορικές περιοχές και τις αγορές, από σχολεία ή κοινωνικούς φορείς, ή από ανθρώπους που μαζεύουν ακόμη και το πιο μικρό χαρτάκι πιστεύοντας ότι έτσι θα συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος.

Χαρτιά κουζίνας και τουαλέτας, χαρτιά συσκευασίας, χαρτόνια και χαρτοκιβώτια παράγονται σήμερα στη χώρα μας από τη συλλογή χρησιμοποιημένου χαρτιού για ανακύκλωση. Παρόλα αυτά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ολοκληρωμένη σύγχρονη πολιτική για προώθηση της ανακύκλωσης στη χώρα μας: νομοθετικές ρυθμίσεις, παδεία, οικονομικά εργαλεία, ενημέρωση, επενδύσεις. Η ανακύκλωση χαρτιού στη χώρα μας, παρ’ότι μπορεί δεν έχει φτάσει, ακόμη, τα υψηλά ποσοστά που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η χαρτοποιία δεν μπορεί ακόμη να ικανοποιήσει τις ποσοτικές και ποιοτικές απαιτήσεις μίας σύγχρονης πολιτικής για την προώθηση της ανακύκλωσης και των ανακυκλωμένων προϊόντων. Οι πολίτες στη χώρα μας δεν γνωρίζουν ακόμη καλά τα ανακυκλωμένα προϊόντα που κυκλοφορούν ήδη στην αγορά και πολύ περισσότερο δεν έχει δημιουργηθεί η αναγκαία ζήτηση ανακυκλωμένων προϊόντων που θα οδηγήσει σε ένα νέο ποιοτικό άλμα την υπόθεση της ανακύκλωσης στη χώρα μας.