Όλα ξεκίνησαν το 751, κατά τη διάρκεια της κατάκτησης του Τουρκεστάν. Σε μάχη μεταξύ Αράβων και Κινέζων, οι Άραβες συνέλαβαν αιχμαλώτους στην Σαμαρκάνδη (πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας στη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν) δύο Κινέζους στρατιώτες, χαρτοποιούς στο επάγγελμα και με τη βοήθεια τους, ο κυβερνήτης της Βαγδάτης (739 μ.Χ) ίδρυσε μια χαρτοποιία στον τόπο της σύλληψής τους, μέρος κατάλληλο επειδή είχε αρκετό νερό, και ήταν πλούσιο σε καλλιέργειες λιναριού και κάνναβης, που αποτελούσαν τότε την πρώτη ύλη κατασκευής. Το αρχαιότερο χρονολογημένο αραβικό χειρόγραφο που βρέθηκε γραμμένο σε χαρτί είναι του 866.

Πολύ γρήγορα το χαρτί έγινε πολύτιμο και περιζήτητο εμπόρευμα σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Σχεδόν αμέσως ιδρύθηκαν άλλες βιομηχανίες χαρτοποιίας στο Χαλέπι, στη Δαμασκό, η Δαμασκός ήταν η κύρια πηγή χαρτιού για την Ευρώπη καθώς και σε άλλες μουσουλμανικές πόλεις.

Από το όνομα μιας από τις πόλεις αυτές, η νέα ύλη γραφής ονομάστηκε συχνά βαμβύκινος, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί ικανοποιητικά μόνο αν συσχετίσουμε τη λέξη με την πόλη Βαμβύκη στα δυτικά του Ευφράτη, ανάμεσα στην Αντιόχεια και στην Έδεσσα, που ήταν ίσως κέντρο εισαγωγής ή διάδοσης του αραβικού χαρτιού.

Η μορφή “βαμβύκινος” ως χαρτί από βαμβάκι, που θεωρήθηκε ανατολικού τύπου, σε αντίθεση προς το χαρτί από ύφασμα, δυτικού τύπου, φαίνεται ότι είναι μύθος, ενισχυμένος από την ύπαρξη της ελληνικής λέξης βαμβάκων. Πιστεύεται, μάλιστα ότι το χαρτί, σε κάθε περίπτωση, φτιαχνόταν κυρίως από ύφασμα, και η λεγόμενη ανατολική κατασκευή διέφερε από τη δυτική, μόνο ως προς την ύλη που χρησιμοποιούνταν για το κόλλημα. Μόνο με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τους χαρακτηρισμούς, συνήθεις στους καταλόγους των χειρογράφων, βαμβύκινος (ανατολικής κατασκευής) και χαρτώος (δυτικής).

Τελικά, η παρασκευή του χαρτιού διαδόθηκε σύντομα στη Μικρά Ασία, και από εκεί στη Βόρεια Αφρική, Μαρόκο 1100 μ.Χ στη Σικελία και τον 12o αιώνα έφτασε στην Ισπανία, ακολουθώντας τις αραβικές κατακτήσεις. Κατά τον 14o αιώνα όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν εγκαταστάσεις παραγωγής χαρτιού.

Το χαρτί σε Ανατολή και Δύση

Οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε Aραβες και Βυζαντινούς ενδέχεται να είχαν δυσμενή αντίκτυπο στο εμπόριο, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι από τότε, η χρήση του χαρτιού πέρασε στο Βυζάντιο.

Βέβαια, οι σημαντικές συνέπειες της νέας άφιξης δεν έγιναν αμέσως αισθητές. Οι αρχαιότερες αναφορές που έχουν επισημανθεί για τα βαμβύκινα, σε αντίθεση προς τις περγαμηνές, ανάγονται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα και τις βρίσκουμε στο έργο “Διάταξη”, του ιστορικού Μιχαήλ Ατταλειάτη και στην αρχή του επόμενου αιώνα, στο “Τυπικόν” της αυτοκράτειρας Ειρήνης Κομνηνής (Δούκαινας). Όπως φαίνεται στα αυτοκρατορικά έγγραφα, το χαρτί άρχισε να χρησιμοποιείται από τα μέσα του 11ου αιώνα και πέρα. Το αρχαιότερο βυζαντινό έγγραφο σε χαρτί είναι το χρυσόβουλο του Κωνσταντίνου Μονομάχουγια στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, του Ιουνίου 1052.

Το χαρτί που εισάχθηκε από τις αραβικές χώρες χρησιμοποιήθηκε πριν από τα τέλη του 11ου αιώνα από τη γραμματεία των Νορμανδών βασιλέων της Σικελίας κατά μίμηση της αραβικής γραμματείας. Κατόπιν, γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε στη Γένοβα, εξαιτίας των σχέσεων της πόλης αυτής με τον βυζαντινό κόσμο, που χρησιμοποιούσε εκτεταμένα, από έναν αιώνα περίπου το χαρτί αραβικής κατασκευής. Έπειτα επιβάλλεται το ισπανικό χαρτί, λιγότερο ωραίο από το αυθεντικό αραβικό χαρτί, αλλά πιο προσιτό και πιο φτηνό.

Τέλος, οι Ιταλοί κατασκευάζουν οι ίδιοι χαρτί, με τις πρώτες επιτυχημένες προσπάθειες να γίνονται στην περιοχή της Γένοβας γύρω στο 1210 και αργότερα στο Φαμπριάνο. Στο διάστημα των πέντε αιώνων που ακολούθησαν την κατασκευή χαρτιού από τους Αραβες στην Ανατολή, η παραγωγή του χαρτιού αυξήθηκε και συστηματοποιήθηκε στην Ανατολή και στη Δύση.

Από τα μέσα του 13ου αιώνα, εισρέουν στο Βυζάντιο και οι δύο γνωστοί τύποι χαρτιού, ο ανατολικός και ο δυτικός, με αποτέλεσμα η πνευματική παραγωγή να έχει πλέον στη διάθεσή της μια φθηνή ύλη γραφής.

Μετά το Φαμπριάνο, ιδρύθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας εργοστάσια χαρτοποιίας. Από εκεί προμηθευόταν χαρτί η Γερμανία μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε ίδρυσε δικά της εργοστάσια, εγκαταστημένα συνήθως μέσα σε υδρόμυλους, όπου χρησιμοποιούνταν η κινητήρια δύναμη του νερού για την παρασκευή της χαρτομάζας.

Επεξεργασία και κατασκευή

Για την κατασκευή χαρτιού πολτοποιούσαν μέσα σε νερό την πρώτη ύλη (λινό, βαμβάκι, άχυρο, ξύλο) και για τη λείανση, χρησιμοποιούσαν έναν χειροκίνητο μύλο με ξύλινους κόπανους.

Προς το τέλος του 13ου αιώνα, στο Φαμπριάνο της Ιταλίας εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμη του νερού για να κινούν μεταλλικά έμβολα για την πολτοποίηση του βρεγμένου υλικού. Κατόπιν, τοποθετούσαν τον πολτό μέσα σ’ έναν κάδο ενώ οι τεχνίτες κρατούσαν ένα καλούπι (ένα είδος δίσκου με συρμάτινο πλέγμα στη βάση του) το οποίο ρύθμιζε το μέγεθος και τις άκρες του χαρτιού.

Βύθιζαν το καλούπι μέσα στον πολτό και το έβγαζαν κατόπιν με την επιφάνεια προς τα επάνω. Ο πολτός που περίσσευε στράγγιζε από το πλέγμα. Κουνούσαν το καλούπι για να στρώσει καλά ο πολτός πάνω στο πλέγμα, ενώ ο τεχνίτης έβγαζε το ξύλινο πλαίσιο και έδινε το καλούπι σ’ έναν άλλο εργάτη που έβαζε το χαρτί με το καλούπι πάνω σε μια στίβα από μάλλινα υφάσματα (κετσέδες). Περίμενε ,ώσπου το χαρτί να ξεραθεί αρκετά και το έβγαζε κατόπιν από το καλούπι και το τοποθετούσε πάνω στα υφάσματα, βάζοντας από πάνω ένα άλλο φύλλο κετσέ και συνέχιζαν την ίδια δουλειά ώσπου να στιβάξουν περίπου 100 φύλλα χαρτιού, που το κάθε φύλλο έμπαινε ανάμεσα σε δυο φύλλα κετσέ.

Μετέφεραν κατόπιν τη στίβα του υγρού χαρτιού και τα υφάσματα για να τα περάσουν από πιεστήριο. Στέγνωναν το χαρτί, που το κρεμούσαν συνήθως σε λεπτά τρίχινα σχοινιά. Βουτούσαν στο τέλος ένα ένα τα φύλλα χαρτιού σε μια διάλυση ζελατίνας από οπλές, κέρατα και δέρματα ζώων. Στέγνωναν και πάλι το χαρτί και η σκληρή και αδιάβροχη επιφάνεια του γινόταν κατάλληλη για γραφή με φτερό χήνας.

Η επιφάνεια αυτή αν και δεν ήταν καθόλου κατάλληλη για την τυπογραφία κατά τον κινέζικο τρόπο, στον οποίο χρησιμοποιούσαν ξύλινα στοιχεία, εντούτοις ανακάλυψαν ότι αν χρησιμοποιούσαν μεταλλικά στοιχεία και χειροκίνητη πρέσα θα μπορούσαν να τυπώνουν και τις δυο όψεις του χαρτιού.

Η εφεύρεση αυτή, που άφησε εποχή, οφείλεται εν μέρει στον Ιωάννη Γουτεμβέργιο (1400 – 1468), τον Γερμανό που θεωρείται ως εφευρέτης της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία. Είναι γεγονός ότι η ανακάλυψη της τυπογραφίας επηρέασε σημαντικά την παραγωγή χαρτιού. Η τυπογραφία εκσφενδόνισε στα ύψη τη ζήτηση τυπωμένων έργων και συνεπώς τη ζήτηση σε χαρτί. Ίσως όχι τυχαία η ανάπτυξη της τυπογραφίας και η κυκλοφορία τυπωμένων έργων συνέπεσε με την περίοδο της Αναγέννησης.

Μέχρι και το 18ο αιώνα οι μέθοδοι παρασκευής χαρτιού παρέμειναν οι ίδιες, οι πρώτες ύλες όμως δεν επαρκούσαν και έτσι οι έρευνες στράφηκαν προς άλλες κατευθύνσεις για την ανακάλυψη νέων υλών για την παρασκευή χαρτιού, αλλά και για τη μηχανική παρασκευή του γιατί μέχρι τότε το χαρτί παρασκευαζόταν με το χέρι και η βραδεία αυτή μέθοδος ήταν οικονομικά ασύμφορη.

Το 1765 ο ιερωμένος Σαίφρερ, συνέστησε τη χρησιμοποίηση του ξύλου για την κατασκευή χαρτοπολτού. Πολλές νέες μέθοδοι παρασκευής χαρτοπολτού αναπτύχθηκαν στη συνέχεια, οι οποίες αντικατέστησαν τις παλιές μεθόδους.

Οι μέθοδοι αυτοί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

  • Η πρώτη αφορούσε στο διαχωρισμό των ινών και των τεμαχίων ξύλων με τη βοήθεια μηχανικών μέσων.
  • Στη δεύτερη μέθοδο το ξύλο εμβαπτιζόταν μέσα σε χημικά διαλύματα.

Ο ξυλοπολτός, που κατασκευαζόταν με μηχανικά μέσα, περιείχε όλα τα συστατικά του ξύλου και έτσι δεν ήταν κατάλληλος για την παρασκευή χαρτιού λευκού και μεγάλης αντοχής. Αντίθετα, ο χημικός χαρτοπολτός χρησιμοποιήθηκε με ικανοποιητικά αποτελέσματα για την παρασκευή λευκού χαρτιού, μεγάλης διάρκειας και αντοχής σε όλες τις χρήσεις. Το 1798 ο Γάλλος Nicholas-Louis Robert εφηύρε μία μηχανή παραγωγής χαρτιού, βασική αρχή της οποίας ήταν να παράγει λείο συνεχόμενο χαρτί σε ρολά και όχι πια σε μεμονωμένα φύλλα. Δυστυχώς όμως δε βρήκε επενδυτές να χορηγήσουν τις μελέτες του και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε, μέχρι που οι αδερφοί Fourdrinier άκουσαν γι’ αυτό το σχέδιο και αποφάσισαν να κατασκευάσουν τη δική τους μηχανή παραγωγής χαρτιού, για την οποία κατοχύρωσαν παγκόσμιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (πατέντα) το 1807. Αν και δεν τη χρησιμοποίησαν τελικά ποτέ, η μηχανή παραγωγής χαρτιού σε ρολά έμεινε στην ιστορία με το όνομά τους.

Δυο χρόνια αργότερα, ο Αγγλος Ντίκινσον (Dickinson) εφηύρε μια χαρτοποιητική κυλινδρική μηχανή, τον πρόδρομο των σημερινών χαρτοποιητικών μηχανών.

Γύρω στα 1850 ο Γερμανός Friedrich Gottlob Keller σκέφτηκε να συνθλίψει ξύλο με μια βρεγμένη μυλόπετρα μετατρέποντάς το σε ξυλοπολτό χαμηλής όμως ποιότητας. Αυτόν τον τρόπο χρησιμοποίησε και ο Charles Fenerty. Εκείνη την εποχή, μέσα 19ου αιώνα, η ξυλεία ήταν άφθονη και φθηνή, αποτελούσε το πλέον κατάλληλο υλικό για την παραγωγή χαρτιού όντας πλούσια σε κυτταρίνη και έλυσε το πρόβλημα της έλλειψης πρώτων υλών που είχε αρχίσει να παρουσιάζεται.

Γι’ αυτόν το λόγο πολλοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα.

Το 1851 ο Αγγλος Hugh Burgess χρησιμοποίησε για πρώτη φορά χημικά για τη διάλυση του ξύλου σε πολτό. Μαζί με τον Charles Watt ανέπτυξαν την αλκαλική μέθοδο για την παραγωγή χαρτιού από ξυλοπολτό. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Hugh Burgess, το 1866 ο Αμερικανός χημικός C.B. Tilghman βελτίωσε τη μέθοδο χρησιμοποιώντας θειικά οξέα.

Το 1879 ο Σουηδός C.F. Dahl εισήγαγε επιπλέον θειικά οξέα στη μέθοδο, από όπου προήλθε η συνταγή για την παραγωγή χαρτιού Kraft (από τη γερμανική λέξη για τη δύναμη). Η μέθοδος Kraft εφαρμόστηκε στην Αμερική το 1907, όπου πλέον η μαζική παραγωγή χαρτιού ήταν πραγματικότητα (η παραγωγή χαρτιού διπλασιάστηκε και έφτασε τα 2,5 δισεκατομμύρια τόνους το χρόνο).

Σε αυτή τη φάση, το παγκόσμιο δυναμικό που στηριζόταν στη χρήση ξυλείας κυριάρχησε στην παραγωγή χαρτιού του 20ου αιώνα, καθώς οι βιομηχανικές παραγωγικές διαδικασίες εξαπλώθηκαν γρήγορα. Σύντομα πολλοί άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι με αυτόν το ρυθμό που προχωρούσε η παραγωγή θα έπρεπε να βρεθεί εναλλακτική πρώτη ύλη εκτός από το ξύλο.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Henry Ford, υπέρμαχος της χρήσης γεωργικών υπολειμμάτων για την παραγωγή αγαθών. Κάθε αυτοκίνητο μάρκας Ford χρησιμοποιούσε μεγάλη ποσότητα σόγιας μέχρι το 1934. Παρόλα αυτά οι βιομήχανοι αποδείχτηκαν ανίκανοι να ξεκινήσουν μια βιομηχανία βασισμένη εξ’ ολοκλήρου σε γεωργικά υπολείμματα.

Παράλληλα, καθώς η χρήση του χαρτιού είχε φτάσει στα ύψη, παρατηρήθηκε μεγάλη χάρτινη μάζα στα απορρίμματα και τότε γεννήθηκε η ιδέα να χρησιμοποιηθούν αυτά τα απορρίμματα εξαιτίας της έλλειψης πρώτης ύλης ιδιαίτερα κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Έτσι βρέθηκε μια λύση σε αυτό το πρόβλημα που βοήθησε και στον τομέα της οικολογίας. Μόλις διαπιστώθηκε ότι με την ανακύκλωση του χαρτιού σώζονται χιλιάδες δέντρα, η ανακύκλωση έγινε ένας από τους στόχους των οικολογικών οργανώσεων μαζί με την απάλειψη του χλωρίου που χρησιμοποιούνταν για τη λεύκανση του χαρτοπολτού.

Σήμερα στην Ευρώπη το ποσοστό ανακύκλωσης έχει ξεπεράσει αισίως το 66% (συγκεκριμένα το 2002 έφτασε το 52,7%). Η Ελλάδα συγκέντρωσε ένα ποσοστό ανακύκλωσης 30,6% το 2002, που είναι ιδιαίτερα χαμηλό αν το συγκρίνουμε με αυτό της Σουηδίας, για παράδειγμα, που ήταν 86,4%.